- εξασφαλίζω
- εξασφαλίζω, εξασφάλισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… … Dictionary of Greek
εξασφαλίζω — εξασφάλισα, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος, μτβ., κάνω κάτι εντελώς ασφαλές, το κατοχυρώνω τελείως, το σιγουράρω εντελώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξασφαλιζόμενον — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισάμενον — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλιζόμενοι — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλιζόμενος — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισθῆναι — ἐξασφαλίζω make secure aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισθῇ — ἐξασφαλίζω make secure aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισάμενος — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλίζεσθαι — ἐξασφαλίζω make secure pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)